...Κι ας πήγαινε κατά διαόλου η Μερσέντες, ο θείος, τα δικαστήρια και οι πραγματογνώμονες. Γιατί έτσι μπορεί να είχαμε γλιτώσει. Και τώρα να μην ήμουν περιφερόμενος εδώ πέρα. Και δεν πειράζει, ας μου έλειπε το καθαρό βλέμμα της γερόντισσας που με καλημέρισε. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι αυτό το βλέμμα με ακολουθεί. Σαν αδέσποτο σκυλί που πήρε το κατόπι μου [...]Μου φαίνεται ωστόσο ότι προσπαθώ να βγάλω από τη μύγα ξίγκι. Ναι, αυτό με μάρανε τώρα. Να κάνω συγκρίσεις και αποτιμήσεις σε βλέμματα αγνώστων που μου έχουν εντυπωθεί. Τι θέλω, τι γυρεύω σ` ένα ξένο νησί ξένος; Άλλοτε την παραμύθα της ποιτικίζουσας διάθεσης στο κεφάλι κι άλλοτε ψευτοφιλόσοφος παρηγορητής του εαυτού μου.
Ένας μοναχικός άντρας καταφεύγει Αύγουστο στη Χίο για να αντιμετωπίσει τα προσωπικά του αδιέξοδα. Ξετυλίγοντας το κουβάρι των σκέψεών του, το παρελθόν φωτίζεται: σχέσεις εύθραυστες στη σκιά της συμβατικότητας, βεβιασμένες επιλογές, έρωτες ανολοκλήρωτοι. Όλα όσα έμοιαζαν ναρκωμένα από την ισοπεδωτική καθημερινότητα έχουν αφυπνιστεί, με αφορμή τη γραφειοκρατική οδύσσεια για ένα πολυτελές αυτοκίνητο.