«. . .Από τότε, κάθε που ξυπνώ σε ξένες κρεβατοκάμαρες σε μακρινούς τόπους, με καθαρά σεντόνια από κάτω μου και αχνές σκιές στους γύρω τοίχους που ρίχνουν οι γρίλιες των παραθύρων σαν σκιές της γκιλοτίνας, περιμένω ν` ακούσω το απαλό, ρυθμικό, πηγαινέλα των κυμάτων του ωκεανού. . . Μα όχι, όχι. . . δεν είναι ο ωκεανός που γέμιζε τον ύπνο και τον ξύπνιο μου πίσω από παράθυρα με κουρτίνες που ρίχνουν σκιές· όχι, δεν είναι ο ωκεανός. . . είναι το ίδιο το νησί».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]