Στην περιοχή δεν υπήρχε ψυχή. Θυμήθηκα το δολοφόνο Μαρκάτο, αν με σκότωνε, κανείς δεν θα έψαχνε να βρει τι απέγινε το κορμί της Νέλλης Δημητριάδη. Ποιος θα έλεγχε αν είχα βγει από τη χώρα; Τι θα μπορούσε να κάνει η Ανχελίτα; Κι η καταραμένη η Θέλγεια -αν βέβαια ο Μαρκάτος το επέτρεπε- θα `ταν πλέον ευτυχής μοναδική βασίλισσα, στο σκοτεινό του βασίλειο.
Ποιο ήταν το αληθινό του πρόσωπο; Ίσως ποτέ δεν θα μάθαινα.
Αυτή η αιώρα, δεν ήθελα να γίνει το κρεβάτι του θανάτου μου, ένα ρέκβιεμ, με το στομάχι μου φορτωμένο μύδια και την ψυχή σφιγμένη σε όστρακο χωρίς μαργαριτάρι. Ήθελα να ζήσω μέχρι το τέλος που μου όρισε η συμπαντική Ουσία, ο Θεός.
Κανένας δεν θα μπορούσε να μου αφαιρέσει έστω μία στιγμή από την ανάσα μου, ακόμα κι ο ίδιος μου ο εαυτός, που δέχτηκε να παίζει το ρόλο της αλκοολικής, επί έξι μήνες τώρα.
Ήξερα εγώ πολύ καλά να τον τακτοποιήσω τον Μαρκάτο, περίμενα σαν γάτα ηλεκτρισμένη.
Άκουγα τα βαριά του, βήματα να πλησιάζουν το λημέρι μου.
Κι ήρθε.