«-Μην ανησυχείς, είπα στη μητέρα μου, θα έρχεσαι στην Πρόνοια να μας βλέπεις. Εγώ το είπα για να φτιάξω ατμόσφαιρα. Και έπιασε. -Δεν μπορείς να το βουλώσεις για δύο λεπτά; μου είπε η Άννα». Μια τετραμελής οικογένεια, στριμωγμένη σε ένα άθλιο θυρωρείο, με έναν άνεργο πατέρα και τους δικαστικούς κλητήρες να χτυπάνε κάθε λίγο και λιγάκι την πόρτα, δεν τρώγεται με τίποτα... Αλλά καμιά φορά, η τύχη εμφανίζεται με παράξενους τρόπους. Και στην περίπτωση της οικογένειας αυτής λέγεται Ζεράρ Ντεπαρντιέ...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]