ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΙ:
Πάλι ήρθαν εκείνοι οι μαντατοφόροι στον ύπνο μου,
Μιας πολιτείας σκοτεινής.
Όμοιες σκιές ή πεταλούδες που αφήνουν
ένα φευγαλέο θρόισμα.
Χρόνια είχαν να με συναντήσουν.
Σίγουρα με είχαν ξεχάσει.
Αντίθετα, εγώ πάντα σημείωνα
κάτω από κάθε υπογραφή μου
πως είμαι ζωντανός
και κάποια στιγμή θα επανέλθω.
Κανείς δε με πίστευε τότε.
Ήρθαν ακόμα και στο ξύπνιο μου,
καθώς εγώ λείαινα το πιο καθαρό βλέμμα μου.
Χρόνια είχα να τους συναντήσω.
Ψιθυριστές μαχαιροβγάλτες
ύπουλοι μέχρι θανάτου
μου έβαλαν στο στόμα ένα νόμισμα.
`Για να περάσεις στον Άδη` φώναξαν γελώντας.
Τους ξέρω από παλιά.
Εμείς οι ποιητές πάντα έχουμε ένα παράξενο αυτί.
-Πόσες φορές γέρνοντας το κεφάλι σου επάνω μου
δεν άκουγες αυτή την αλλόκοτη οχλοβοή;
Για να πω την αλήθεια μου, από καιρό τους είχα ξεγράψει.