"Στο πλατύ πέταγμα δεν μπορέσαμε να τον ακολουθήσουμε. Ήταν πάρα πολύ μεγάλος για μας. Μας πήγαινε στην Πόλη, και μας οι δυνάμεις μας τσάκισαν στις πύλες της. Ούτε οι φίλοι του τον κατάλαβαν· τον πήραν για κομματάρχη, και αυτός ήταν εθνάρχης".
Απο τα θαυμαστικά αυτά σχόλια της Πηνελόπης Δέλτα ως την περιφρόνηση του Ίωνα Δραγούμη, που τον χαρακτήριζε "επαρχιώτη δικηγόρο", απουσιάζει -και δεν μπορούσε παρά να απουσιάζει- η ψύχραιμη αξιολόγηση, σε μια εποχή που ο μεγάλος διχασμός είχε τραυματίσει βαθύτατα την ελληνική κοινωνία. Θα χρειαστεί να περάσουν περίπου είκοσι χρονιά απο τον θάνατο του Ελευθέριου Βενιζέλου για να αρχίσει σταδιακά να διαμορφώνεται μια σχετικώς αποστασιοποιημένη προσέγγιση, και άλλα τόσα ακόμη για να μετατεθεί οριστικά το βενιζελικό φαινόμενο από το πεδίο της πολιτικής στον χώρο της ιστοριογραφίας.
Αναλαμβάνοντας τον Σεπτέμβριο του 1910 την πρωθυπουργια της Ελλάδας, ο Βενιζέλος βρήκε τους Έλληνες εμβολιασμένους κατά της γοητείας των πολιτικών της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Δεν ήταν όμως προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον ιδιότυπο βενιζελικό μαγνητισμό που σάρωσε τις αντιστάσεις τους. Ο "γυαλάκιας", όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά στην Κρήτη, τονίζοντας την ιδιότητα του σκεπτόμενου, βρισκόταν στη συνείδηση των οπαδών του πάνω απο τον μέσο άνθρωπο, με ηγετικές ικανότητες που συχνά λάμβαναν υπερφυσικές διαστάσεις. Η πανελλήνια γοητεία του κράτησε ως τον μεγάλο διχασμό.