«Μυκήνες! Ξένε, κλάψε. . . Αν θέλεις να προσευχηθείς, δεν υπάρχει βωμός. Όλα είναι θρύψαλα, λιωμένα κάτω απ` το ασήκωτο πέλμα του καιρού. Κι όμως. . . τον παλιό `κείνο και φευγάτο καιρό όλα ήταν ολόρθα. Οι σπασμένες υδρίες ήταν κάποτε ξεχειλισμένες νέκταρ. Τούτες οι κολόνες κρατούσαν στα κεφάλια τους τον ουρανό της σοφίας! Ύστερα οι Έλληνες μπούχτισαν, μέθυσαν απ` τη γνώση και τη λάμψη και τα `σπασαν όλα, τα `καναν συντρίμματα! Ναι, απ` την πολλή λάμψη τυφλώθηκαν. Αν θέλεις να δείς Μυκήνες, φλογερέ προσκυνητή, σκύψε. Η πόλη είναι βουλιαγμένη. Η Μυκήνα είναι υπογειούπολη. Ευλογία στα χώματα που τη φύλαξαν απ` τους ανθρώπους της κι απ` τη μανία της καταστροφής τους»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]