Τα μάτια τού κατάτρωγαν το πρόσωπο
ξετυλιγόταν σαν καπνός από τσιγάρο μες στον ύπνο μου
Έπειτα τον κλειδώνανε ξανά αθόρυβα δωμάτια
Μονάχα η αντανάκλαση του ήλιου στο σκοτεινό νερό
κι εκεί το πρόσωπό του
Έψαχνα να τον βρω με σκασμένα χείλη με ανατριχιασμένο
το δέρμα της μνήμης-
μα πού είχε φύγει; Στη σοφίτα τα βιβλία της εφηβείας του
ο Αρθούρος Ρεμπώ κι ο Λοτρεαμόν ωχροί σαν το φεγγάρι
στο στήθος τους σπασμένες όλες οι χορδές
Έπειτα διπλασιαζόντουσαν οι αράχνες στους καθρέφτες
κι έβλεπες το ίδιο πρόσωπο να επαναλαμβάνεται
ατέλειωτα
την ίδια φιγούρα με τη φθαρμένη τήβενο και κατάσαρκα
τη λευκή μπλούζα
(αρχή της ενότητας "Έκλειψη")