Αυτό το είδωλο, μαύρα μάτια και τρίχα κίτρινη, χωρίς γονείς ούτε αυλή, πιο ευγενικής καταγωγής από το παραμύθι, μεξικάνικο και φλαμανδικό· το κτήμα του, γαλάζιο και πρασινάδα όλο προπέτεια, τρέχει πάνω σε ακτές ονοματισμένες από κύματα χωρίς καράβια, με ονόματα αγρίως ελληνικά, σλάβικα, κελτικά. Στην άκρη του δάσους - τα άνθη ονείρου κουδουνίζουν, ξεσπούν, φωτίζουν - το κορίτσι με τα πορτοκαλένια χείλη, με τα γόνατα σταυρωμένα στο φωτεινό κατακλυσμό που αναβλύζει από τα λιβάδια, γύμνια που ισκιώνουν, διασχίζουν, και ντύνουν τα ουράνια τόξα, η χλωρίδα, η θάλασσα. (. . .)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]