Τ’ απογεύματα μαζεύω τις πλάνες σου για να γεμίσω το κενό, δεν αντέχω τα δυσμικά χρώματα, τραβάω τις κουρτίνες, κι όταν ο ήλιος, -μην ξέροντας- , αφήνει τα τριαντάφυλλά του στον αντικρινό τοίχο, βγαίνω στους δρόμους, στο κρυφό άλγος των ανθρώπων. Κρύβεσαι μέσα στα τυχαία συναπαντήματα, στ’ αχνά ψιθυρίσματα που σκορπίζονται γύρω. Περπατάω στα ίχνη των δρόμων π’ αγαπήσαμε. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]