Κοιτούσε από το παραθύρι τα χρόνια που περνούσαν ζώντας μεσ` απ` τις ζωές των άλλων. . . Και άντεχε. Λαχταρούσε υπομονετικά με μια ολάνοιχτη αγκαλιά τη χαρά που `χε δικαίωμα να ζήσει. . . Και περίμενε. Περίμενε τη μονάκριβη στιγμή του χθες να ξαναβρεί τον άντρα που αγάπησε. . . Και ονειρευόταν. Αποφάσισε χωρίς διαμαρτυρίες και παράπονο να φύγει. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]