Πόλεμος, κατοχή. . . Έρωτες, γέλια, χαρές, λοιπόν, αλλά και πόνος και πείνα και δυστυχία. Γέννες και σκοτωμοί, γάμοι, κηδείες, φιλίες και προδοσίες. Άσπρο και μαύρο, όπως σε κάθε περίοδο της ζωής, έτσι και τα χρόνια της κατοχής. Μόνο που, επειδή η δόση του μαύρου ήταν υπερβολική, επειδή ο φόβος και η απόγνωση ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα, τις λίγες χαρές τις βιώναμε εντονότερα, ήταν στιγμές πραγματικής ευτυχίας, ανόθευτης. Απελευθέρωση, εμφύλιος, διώξεις και εξορίες. . . Κατέρρεε όλος ο κόσμος. Ο Βόλος, η πόλη που γνώρισα όταν έφτασα μικρή στο χωριό, δεν υπήρχε πια. Οι ολοζώντανοι, οι χαρούμενοι άνθρωποι είχαν δώσει τη θέση τους σε θλιμμένες σκιές που περπατούσαν δισταχτικά, τοίχο - τοίχο, σκιάζονταν με το παραμικρό, αποφεύγανε να κοιτάξουν στα μάτια ο ένας τον άλλο, δεν εμπιστεύονταν ούτε τους φίλους τους, τους συγγενείς, και κλείνονταν όλο και πιο πολύ μες στα σπίτια τους, κι ακόμη πιο μέσα, στον εαυτό τους. Λες και είχε εξαπλωθεί μια επιδημία και είχε προσβάλει τον πληθυσμό, κάποιους βαρύτερα και τους υπόλοιπους πιο ελαφρά, αλλά όλους. Μέχρι την Παρασκευή, 25 Απριλίου 1965: «Η καταστροφή της πόλεώς μας και του Πηλίου ολοκληρώθη χθες από νέαν τρομακτικήν σεισμικήν δόνησιν ήτις εσημειώθη την πρωΐαν».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]