Κάθομαι δίπλα στο παράθυρο, νοτισμένο από την ανάσα του πρώτου έρωτα, και παρακολουθώ την κλεψύδρα της ζωής μου. Μετρώ τους κόκκους του χρόνου· κάθε κόκκος και μια ανάμνηση. . . Καλοκαίρι του 1932. Οι ακτίνες του ήλιου περνούν μέσα από τις πανύψηλες βελανιδιές του δάσους. Είσαι μικρή και διάφανη· το σώμα σου ζωγραφίζεται στα νερά του ποταμού. Είσαι δική μου. Φθινόπωρο. Σαν ένα πορτοκαλοκόκκινο φύλλο, στροβιλίζεσαι στον άνεμο και χάνεσαι. Η αγάπη μας δεν τόλμησε να πολεμήσει όρια και συμβατικότητες. Δεν ήμουν αντάξιός σου. Νιώθω προδομένος. . . 1942. Όλος ο κόσμος ζει τον εφιάλτη του πολέμου. Βλέπω τους φίλους μου να πεθαίνουν, κι εγώ στο πλάι τους, ζωντανός, να τους θάβω μακριά από τα σπίτια τους. Μέσα στον όλεθρο, η μορφή σου γίνεται πνοή και ανασαίνω. Σου γράφω κάθε μέρα. Μου λείπεις αφάνταστα. . . Τέσσερα χρόνια μετά. Ανοίγω την παλιά ξύλινη πόρτα στη βεράντα του αγαπημένου μου σπιτιού. Φυλακίζω τα όνειρά μου μες τους τέσσερις τοίχους και κρύβω στις γωνιές τους τα μυστικά μου. Σ` αναζητώ. . . Τρεις εβδομάδες πριν από το γάμο σου. Τα χρώματα του δειλινού τυλίγουν τον ορίζοντα. Ξεχωρίζω τη μορφή σου. Αναγνωρίζω όλα τα σημάδια, λησμονημένα από τον καιρό. Είσαι έτοιμη να κυριεύσεις τη ζωή μου. Τα μάτια σου διαβάζουν την καρδιά μου. Είσαι δική μου. Ξανά. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]