Ο ποιητής γράφει, ενώ από το παράθυρό του ένας ελληνικός ήλιος, μέσα σ` έναν καταγάλανο ουρανό, τον καλεί με μια εντελώς ελληνική σαγήνη. Και, γράφοντας κάτω από τις ελληνικότατες αυτές συνθήκες, σημειώνει πράγματα απολαυστικά και συν-τα-ρα-κτικά!...
Όμως δε μένει σ` αυτά. Με διαρκώς αυτοαναιρούμενο και καταλυτικό χιούμορ περιγράφει πρόσωπα Ελλήνων, οι οποίοι θέλουν να επεκτείνουν την ελληνικότητά τους στη Δύση, και προπαντός την εποχή της Χούντας, όπου τα πάντα συγχέονται, και μερικοί Έλληνες, με την ελληνική τους νοοτροπία, δε γίνεται να καταλάβουν πώς υπάρχουν άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν, κατανοούν και σκέφτονται με τον ελληνικό δικό τους τρόπο. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η σάτιρα αλληλοδιαδέχονται τα ελληνικά μας αυτά πρόσωπα, που δεν καταλαβαίνουν πόσο γελοία γίνονται μέσα στην ελληνικότητά τους, που επαίρονται διαρκώς γι` αυτή, και επικαλούνται συνεχώς τους αρχαίους, τους οποίους –εντελώς ελληνικά– οι ίδιοι δε γνωρίζουν