Σώμα γυναίκας, λευκοί λόφοι, μηροί λευκοί,
ίδια ο κόσμος σαν παίρνεις στάση της παράδοσης.
Το σώμα μου του άγριου ξωμάχου σε υποσκάπτει
κάνοντας νά `βγει το παιδί από της γης το βάθος.
Μόνος ήμουν σαν σήραγγα. Μου φεύγαν τα πουλιά
κι η νύχτα πάνω μου έμπαινε την τρομερή εισβολή της.
Για να επιζήσω σ` έκανα σφυρήλατη σαν όπλο,
σαν βέλος για το τόξο μου, σαν πέτρα στη σφεντόνα.
Μα φτάνει η ώρα της εκδίκησης, και σ` αγαπώ.
Σώμα από χνούδι, από μούσκλι, από άπληστο γάλα πετρωμένο.
Ά οι κούπες του στήθους! Ά της απουσίας τα μάτια!
Ά τα ρόδα του εφηβαίου! Ά η αργή φωνή σου και θλιμμένη!
Σώμα γυναίκας μου, θα επιμείνω στη χάρη σου.
Δίψα μου, πόθε μου δίχως όριο, δρόμε διστακτικέ μου!
Σκοτεινές κοίτες όπου η αιώνια δίψα συνεχίζεται,
κι ο κόπος συνεχίζεται, κι ο πόνος ο ατέλειωτος.