Ο θεωρητικά έγκυρος σχεδιασμός του μαθήματος της μετάφρασης συχνά προσκρούει στο εξής ερώτημα: σε τι ακριβώς συνίσταται το γνωστικό αντικείμενο της μετάφρασης με το οποίο καλούμεθα να εξοικειώσουμε τους φοιτητές μας; Η απάντηση που διαμορφώνεται στα δοκίμια αυτά έχει όχι τόσο ποσοτικό χαρακτήρα (γνώση μιας ξένης γλώσσας και λίγη ορολογία - οικονομική, τεχνική ή όποια άλλη έχει ζήτηση στην αγορά) αλλά ποιοτικό. Πράγματι, ο (μαθητευόμενος) μεταφραστής αποκαλύπτεται ως ένα είδος διαχειριστή κοινωνιογλωσσικών πόρων: από τη μια οφείλει να εξοικειωθεί με το κοινωνιογλωσσικό σύμπαν στο οποίο εντάσσεται το πρωτότυπο, ή μάλλον με εκείνο το υποσύνολό του τα ίχνη του οποίου η προθετικότητα του συγγραφέα έχει αφήσει στα διάφορα επίπεδα της δομής του προς μετάφραση κειμένου από την άλλη οφείλει να μάθει να προσαρμόζει τη μετάφρασή του στα πρωτοτυπικά, δηλαδή μέσα, κοινωνιογλωσσικά του χαρακτηριστικά του αναγνώστη - στόχου. Λόγω του υποσυνείδητου χαρακτήρα μεγάλου μέρους του μεταφραστικού εγχειρήματος, αυτό το δούναι - λαβείν ανάμεσα σε δύο αλλόγλωσσα σύμπαντα, διαχειριστής του οποίου καθίσταται ο μεταφραστής, χαρακτηρίζεται περισσότερο από εκπλήξεις και παγίδες παρά από ετοιμοπαράδοτη και ασφαλή γνώση. Εν τούτοις, η σφαλματική ανάλυση πραγματικών μεταφραστικών πονημάτων μας επιτρέπει να αποκαλύπτουμε πλευρές των δομικών χαρακτηριστικών της μεταφραστικής διεργασίας που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τη θεωρία και τη διδακτική της μετάφρασης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]