... μες από τες φράχτες των αυλών, τους ανθρώπους, τα βόδια και τα σπιτιάρικα γιδοπρόβατα, που περνούσαν στο δρόμο, τα παράθυρα φεγγοβολούσαν σαν επίγεια αστέρια, κι απάνω από τες ράχες κι από τα ραχοβούνια, και κάτω από τα λακκώματα κι από τους κάμπους έρχονταν ένα ανάρμονο αρμονικό λάλημα κουδουνιών και κυπριών των κοπαδιών, που άλλα κατηφορούσαν, άλλα ανηφορούσαν κι άλλα ισιοδρομούσαν αγάλια-αγάλια προς τ` απόγωνα μαντριά, κι η νύχτα με τη σιγαλιά της προχωρούσε, απ` όλες τις μεριές, σαν καμαρωμένη βασίλισσα, κι έρχουνταν να θρονιαστεί στο σκοτεινό θρόνο της...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]