Άλλοτε σαν κρώξιμο πουλιού, άλλοτε σαν κλάμα, καμιά φορά σαν ήχος από νεροτριβή και κάποτε σαν αγκομαχητό τραίνου, τα διηγήματα του Αλέξανδρου Βαναργιώτη ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε μέρη γνώριμα, «σε μέρη της καρδιάς». Στο τέλος της ημέρας, όταν πυρακτώνεται ο ορίζοντας από το τελευταίο φιλί του ήλιου και αρχίζουν να παίζουν οι σκιές πίσω από τις γωνιές του δρόμου, είναι η πιο κατάλληλη ώρα για τη μυσταγωγία μιας απολαυστικής ανάγνωσης. Ο αναγνώστης μπορεί να βυθιστεί στις μαγικές σελίδες ενός βιβλίου που μοιάζει με τη γλυκιά προσμονή ενός ανολοκλήρωτου έρωτα ή με παρήγορη βροχή σε χώμα ξεραμένο. Είκοσι οχτώ διηγήματα γραμμένα με ευγενική ευαισθησία σα ραχοκοκαλιά στηρίζουν το σώμα μιας καλής λογοτεχνίας που μπορεί να γοητεύει τους μυημένους και τους λιγότερο μυημένους σ’ αυτήν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]