Ο Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ ενσαρκώνει μια μεγάλη μορφή στην ιστορία της ρώσικης λογοτεχνίας. Τραγικός μαζί και σατιρικός αποκάλυψε, άλλοτε με συγκινητική τρυφερότητα κι άλλοτε με χιουμοριστική διάθεση, τις πιο σκοτεινές και τις πιο ευαίσθητες γωνιές της ανθρώπινης ψυχής, ξεγύμνωσε, πότε με απαλά δάχτυλα, πότε με νυστέρι, τις φρικαλέες πλευρές της ζωής, τις κοινωνικές πληγές και τη μασκαρεμένη αθλιότητα. Στο έργο του προβάλλει η προεπαναστατική Ρωσία όχι σε μεγαλειώδεις συνθέσεις όπως στον Τολστόι, μα σε αναρίθμητες μικρές εικόνες, αποκαλυπτικά ντοκουμέντα μιας σκληρής εποχής. Στον Τολστόι ξεχωρίζουμε μιαν ευρύτατη θεώρηση της ζωής· είναι το μάτι που αγναντεύει από μακριά. Στον Τσέχωφ, αντίθετα, διακρίνουμε τον ανατόμο της καθημερινής ζωής, το γυρολόγο που τρυπώνει σε σοκάκια και σε αυλές, το δημιουργό που κρατάει στη χούφτα του την καρδιά του ανθρώπου.
Η ζωή του Τσέχωφ ήταν μια πορεία μαρτυρίου. Ήρθε στον κόσμο δουλοπάροικος και πέθανε στα 44 χρόνια του από φυματίωση. Στο μουζικοχώρι που γεννήθηκε, στη στέπα που απλώνεται πάνω από την Αζοφική, ο μικρός Αντόσα ήταν μια απλή `ψυχή`, ένα νούμερο, ιδιοχτησία του τσιφλικά. Η κατάργηση της δουλείας ήρθε ένα χρόνο αργότερα, το 1861. Ο Τσέχωφ έκανε τα πρώτα του βήματα μέσα σ` εκείνο τον εφιαλτικό κόσμο που ζωντανεύει ο Νικολάι Γκόγκολ στην οδοιπορία του Τσίτσικωφ.
`Δεν έζησα τη ζωή του παιδιού`, διηγείται ο Τσέχωφ. Τα πρώτα του χρόνια κύλησαν μέσα στη φοβερή ζύμωση των πνευματικών ανακατατάξεων, στην πολύβουη κίνηση των μαζών της απέραντης χώρας με την πρωτόγονη οικονομία. Με τη μεταρρύθμιση του Αλεξάνδρου Β΄, οι γαιοκτήμονες δεν μπορούσαν πια να πουλήσουν ή να παίξουν στα χαρτιά τις `ψυχές` τους. Μα η γη απόμεινε στα ίδια χέρια και η εξαθλίωση πήρε καινούριο δρόμο. Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας στα αστικά κέντρα, άρχισε η ομαδική μετανάστευση των πεινασμένων στις μεγάλες ρώσικες πολιτείες. Από τις ίσμπες του Ταγκανρόσκ η οικογένεια του Τσέχωφ βρέθηκε στη Μόσχα. Η δοκιμασία συνεχίζεται με άλλη μορφή. Γονιοί και παιδιά κοιμούνται καταγής, λιμασμένοι από την πείνα, μελανιασμένοι από το χιονιά. Ο Αντόσα είναι πια είκοσι χρόνων κι έχει ποτιστεί με την πιο καταθλιπτική εμπειρία. Απ` αυτή την εφιαλτική μαθητεία θα καρπίσει σε λίγο το έργο του μεγάλου δημιουργού.
Είχε ζήσει έντονα την αποτελματωμένη ζωή της ρώσικης επαρχίας, την αμάθεια και την εγκαρτέρηση της αγροτιάς, είδε από κοντά τις τραγωδίες της ζωής των μουζίκων. Μεγάλωσε μέσα στη σήψη, σε μια εποχή που η δουλεία είχε καταργηθεί, μα όχι και οι δούλοι. Στη Μόσχα ένιωσε πάνω στο κορμί του την αγωνία του πλήθους, την πείνα και την απόγνωση στα σκοτεινά στενορύμια. Στο μπακαλικάκι του πατέρα του είδε από κοντά τους ανθρώπους, εκεί ξεχώρισε τους τύπους που ζωγράφισε έπειτα από λίγα χρόνια στα αθάνατα διηγήματά του. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]