Η απλότητα των θεμάτων και της γραφής της, η αμεσότητα του διαλόγου, η σχεδόν απόλυτη έλλειψη σκηνοθετικών και σκηνογραφικών οδηγιών ή `αβανταδόρικων` εκφράσεων, καταστάσεων και πλοκής για εντυπωσιασμό, μ` ενθουσίασαν από την πρώτη στιγμή. Με κέρδισαν.
`Όπως τα μαργαριτάρια που λάμπουν από μόνα τους μέσα στο όστρακο, με τη σεμνή, φυσική ομορφιά τους, χωρίς παραπανίσια γαρνιρίσματα. . .` σκεφτόμουν αδιάκοπα, στη διάρκεια της μετάφρασης, καθώς αμέτρητοι αλιείς μαργαριταριών γέμιζαν κάθε γωνιά του φανταστικού οπτικού μου πεδίου. Κι ένιωθα τόσο όμορφα, απολάμβανα τόσο πολύ κείνη τη δουλειά, που, όταν τέλειωσε, άφησε μέσα μου ένα κενό σχεδόν οδυνηρό.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]