Ήταν περασμένα μεσάνυχτα στο καφενείο της "Ανατολής". Το εξώφυλλο της πόλης πετάριζε απαλά και διαλυόταν πίσω από τους βολβούς των ματιών μας, το κρασί κυλούσε ζεσταίνοντας τις αλλεπάλληλες διηγήσεις που σχημάτιζαν στρώματα, τρυφερές ή αγριεμένες απολήξεις των γήινων κομματιών που διασχίσαμε, εκείνη κι εγώ. Το αγόρι φρόντιζε τη μουσική, με αόρατες κινήσεις ενορχήστρωνε τη νύχτα, μας πρόσφερε φρούτα που είχε καθαρίσει προσεκτικά, σημάδευε με το παιδικό πιστόλι τους ιριδισμούς του φεγγαριού, στο λιμάνι. Έπειτα ήρθε και στάθηκε ανάμεσά μας, κοίταξε για λίγη ώρα το δαχτυλίδι της Ελευθερίας, μου χαμογέλασε λέγοντας «νυστάζω, Μόνα». Σκέφτηκα ότι ήταν ο οδηγός σ` ένα αόρατο υποβρύχιο, τον πήρα αγκαλιά και τον ρώτησα το όνομά του.
Όνομα δ` αυτού Άγγελος.