Πρόκειται για μια συλλογή από δεκατρία διηγήματα και νουβέλες, «θαυμάσιες, ανθρώπινες, συχνά συγκλονιστικές» όπως τα χαρακτήρισε η γνωστή ελληνίστρια και ακαδημαϊκός Ζακλίν ντε Ρομιγί, που θαύμασε «την παλλόμενη ευαισθησία τους και τη βαθιά ανθρωπιά τους». Η συγγραφέας επέλεξε να πλάσει και να ψυχογραφήσει βαθιά όχι ήρωες, αλλά αντι-ήρωες. Στα διηγήματά της δεν υπάρχουν επιτυχημένες, ευτυχείς και δυνατές προσωπικότητες, αλλά παρελαύνουν μοναχικές, σιωπηλές φιγούρες με απλά όνειρα και αναγνωρίσιμα ονόματα. Οι περισσότερες είναι γυναίκες. Γυναίκες που ήταν γεννημένες για μια καλύτερη ζωή, που προσπάθησαν να αλλάξουν την πραγματικότητά τους, που θυσιάστηκαν σιωπηρά, αλλά και γυναίκες που βρήκαν τη δύναμη να πατήσουν σε στέρεο έδαφος χωρίς να αλλοτριώσουν την ψυχή τους. Η Μάρω Βαμβουνάκη έχει σχολιάσει πολύ χαρακτηριστικά: «Η Ακακία γράφει γιατί θέλει να είναι με το μέρος των πιο αδυνάτων, των ασθενών και των οδοιπόρων. Των ασθενών από ευαισθησία και των οδοιπόρων από εξοστρακισμό. Υπάρχουν δεκάδες θαυμάσια ζωγραφισμένα, αδύναμα πλάσματα στα βιβλία της». Και ο Φρέντυ Γερμανός συμπλήρωσε: «Πάντα πίστευα ότι έτσι πρέπει να γράφονται οι ανθρώπινες ιστορίες: Όχι με κραυγές. Με ψιθύρους».
«Αυτά που περιγράφει η Ακακία Κορδόση» αναφέρει ο ισόβιος γραμματέας της Γαλλικής Ακαδημίας Μωρίς Ντρυόν, στο σκεπτικό της βράβευσής της, «θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, όπως και οι ιστορίες του Τσέχοφ, που πέρα από το λαϊκό χρώμα τους έχουν παγκόσμια εμβέλεια. Οι ζωές των ανθρώπων που πλάθει η συγγραφέας αγγίζουν την τραγωδία, αλλά είναι πάντα μια τραγωδία βουβή, που δεν ξέρει ή δεν τολμάει να εκφραστεί. Η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου βρίσκεται ακριβώς στην τέχνη με την οποία η Ακακία Κορδόση μας κάνει να διακρίνουμε την εσωτερική ζωή των ανδρών και των γυναικών που δεν ξέρουν πως έχουν μια εσωτερική ζωή και δεν διαθέτουν τις λέξεις για να κάνουν τον απολογισμό της». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)