Σαν ανταμώσαν οι ματιές της Αθηνάς και του Θοδωρή, όλοι τη νιώσαν τη φωτιά που άρχισε να σιγοκαίει τα δυο κορμιά και θα έκαιγε κι ολόκληρη την Κρήτη. Κόρη πλούσιας οικογένειας εκείνη, αθεράπευτα ιδεολόγος αυτός, το κακό δεν άργησε να γίνει. Όμως φωτιά και η κυρα-Αγγέλα, η μάνα της κοπέλας, να απειλεί θεούς και δαίμονες γι` αυτό το σμίξιμο. Βράχος ακλόνητος η Αθηνά απ` την αγάπη, πέτρα και η Αγγέλα από το πείσμα. Και γίνεται μια τόση δα πέτρα να σπάσει το βράχο; Όταν η καρδιά προστάζει, στις στάχτες πατάει και κάστρα χτίζει για τον έρωτα. Φτώχεια και στέρηση στην αρχή, μα από αγάπη γεμάτο το σπιτικό τους, να κάνει το δάκρυ τους τραγούδι να νανουρίζει τα παιδιά τους. Κι όπως το ένα παιδί έφερνε το άλλο, έφερνε κι ο ένας πόλεμος τον άλλο, και η χαρά να πορεύεται μαζί με τη λύπη, και η αγάπη όλο να βαθαίνει και να ριζώνει και να δίνει καρπούς, σαν την περήφανη ελιά στο αγριόχωμα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]