«Πώς γέμισαν οι χώροι με εκατοντάδες προτομές σου; Πώς χαράχτηκες ξαφνικά σε κάθε τοίχο, σε κάθε επιγραφή, σε κάθε υλικό; Αντικατοπτρίζεσαι σε όλες τις βιτρίνες που περνάω, ανασυντίθεσαι από τα σχήματα των πιδάκων. Είσαι σε όλες τις διαφημίσεις των δρόμων, καταναλώνοντας αναψυκτικά, δοκιμάζοντας ρούχα. Είσαι στις φωτεινές επιγραφές, επιστρέφοντας τη λάμψη στη διαρκή σκοτεινότητα. Ενσωματώνεσαι στο φωσφορίζον ένδυμα νυκτόβιων τροχονόμων. Σε περιέχουν όλοι οι καθρέφτες, σε κρατούν όλοι οι αντικατοπτρισμοί, σε ξαναπλάθει ο ατμός που βγαίνει από τις σχάρες των δρόμων, τα ξημερώματα».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]