Είναι άπιαστος ο έρωτας, πουλάκι πετούμενο, γι` αυτό τον ζωγραφίζουν με φτερούγες στην πλάτη. Όλο και της ξεφεύγει της Ασπασίας κι αντί να την κυνηγά, τρέχει ξοπίσω του αυτή. Καταϊδρωμένη και αιωνίως άπρακτη. Την Αρετή, πάλι, που τη στοχεύει και την πετυχαίνει στο δοξαπατρί, τη στροβιλίζει και. . . την πετά ίσια στο καζάνι της κόλασης! Ίδιος ο πόνος τελικά, σε βρει δε σε βρει το αιχμηρό του βέλος. Ο Λούκας έχει άλλο καημό. Απόμαχος είναι της ζωής, όπου να `ναι η ώρα του έρχεται -θέλει ν` αφήσει πίσω του μια κληρονομιά, ένα ίχνος. . . ένα κάτι, βρε αδελφέ! Έστω και. . . Κατ` όνομα! Και η Μαίρη. . . τι `ναι πάλι κι αυτό! Για ένα καπρίτσιο του Θανάση, ξεκινά μια ωραία πρωία -μπρος η κοιλιά, πίσω αυτή, καθότι έγκυος- να διαβεί το σύνορο του παράλογου. Θα την προλάβουν; Αυτά. . . και άλλα πολλά λαμβάνουν χώρα σε τούτο τον μικρόκοσμο. Πάθη και λάθη. Με συνέπειες απρόσμενες. Κωμικοτραγικές και, ενίοτε, εντελώς μα εντελώς σουρεαλιστικές!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]