Όταν πηγαίνεις σ` ένα καινούριο σχολείο το μόνο σίγουρο είναι ότι πίσω σου δεν κουβαλάς τίποτε· κανείς δεν ξέρει ποιος είσαι. Μπορείς να ξεφορτωθείς το παρελθόν της ναζιάρας ή τη στάμπα της σπασίκλας· ν` αλλάξεις τουλάχιστον για μια φορά. Δε σε γνωρίζει κανένας κι έτσι μπορείς να είσαι αυτό που θέλεις. . . Γι` αυτό μου αρέσει πολύ να σ` αγαπώ. Γιατί δε με ξέρεις. Δεν ξέρεις αν είμαι ορφανή, αν γράφω ποιήματα, αν σκαρφαλώνω στα βουνά ή αν κάνω και τα δύο μαζί. Δεν ξέρεις αν έβαλα αυτό το σημειωματάκι στο σάκο σου την ώρα του διαλείμματος, ή όταν σε πέταξαν έξω την ώρα των αρχαίων ελληνικών, ή ανάμεσα στην Τρίτη και την τέταρτη ώρα. . . Και τώρα, μάντεψέ με! Μπορούμε να κανονίσουμε, όταν θα έχεις διάθεση να γράφεις, ν` αφήνεις τα σημειωματάκια σου πίσω από τον πίνακα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]