Για τον Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο, η βυζαντινή τέχνη συνιστά μία αποκάλυψη της βυζαντινής σκέψης. Το παρόν βιβλίο είναι αποτέλεσμα μίας έρευνας επάνω στην κατηγορία του ηθικο-αισθητικού σε σχέση με την βυζαντινή φιλοσοφία, έρευνα η οποία βρήκε μία πρώτη έκφραση σε σχετικό άρθρο μου (βλ. βιβλιογραφία), σε αντιπαραβολή προς την πρωτότυπη έκφραση της εν λόγω κατηγορίας στην σκέψη του Κίρκεγκααρντ. Ότι η πρώτη πρόσβαση στην βυζαντινή κουλτούρα είναι ηθικο-αισθητικής τάξης αποτελεί μάλλον κάτι το αυτονόητο και είναι αποστολή της φιλοσοφικής σκέψης να διερευνήσει περαιτέρω την πρώτη αυτή προφάνεια. Αν η βυζαντινή εικονογραφία αποτελεί αυθεντική έκφραση του βυζαντινού ηθικο-αισθητικού, κι οπωσδήποτε είναι τέτοια, σε αυτή την περίπτωση η θεωρία της εικονολογίας παρέχει στην έρευνα ένα όργανο ικανό να προσπεράσει τα εικονογραφικά δεδομένα και να διεισδύσει στον λόγο της αναφερθείσας πρώτης προφάνειας. Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι η παρούσα εργασία δεν ασχολείται με την βυζαντινή εικόνα per se ούτε με την αισθητική της βυζαντινής εικονογραφίας αλλά στοχεύει, όπως είπαμε, στην περιχάραξη της κατηγορίας του ηθικο-αισθητικού στο πλαίσιο της βυζαντινής διανόησης. Το αντικείμενο επομένως του βιβλίου αναφέρεται, ειδικότερα, στην φιλοσοφική εικονολογία ως έρευνα του εικονιστικού και ως φιλοσοφική ανθρωπολογία.
Όμως, η κατηγορία του ηθικο-αισθητικού αποτελεί μία δύσκολη υπόθεση που υψώνει ισχυρές αντιστάσεις στις περιγραφικές και προσδιοριστικές επιθέσεις εναντίον της. Έτσι, η ανάλυσή της απαιτεί μία διπλή τακτική: αφ` ενός, μία παρουσίαση, όσο γίνεται συνολική, των σχετικών διερευνήσεων στον τομέα αυτό και, αφ` ετέρου, μία συναναστροφή με τις νεωτερικές απόπειρες σχετικά με το ηθικο-αισθητικό που, έστω και ακροθιγώς, προσεγγίζουν το ζήτημα, από την σκοπιά της χριστιανικής φιλοσοφίας φερ` ειπείν, έστω και από γενική άποψη. Η αναφορά στο νεωτερικό κρίθηκε, εδώ, αναγκαία επειδή, ακριβώς, η βυζαντινή εικονολογία έχει καταστεί μία επίκαιρη υπόθεση. Υπό αυτούς τους όρους, είναι δύσκολο να φιλοδοξήσει κανείς σε τελικά αποτελέσματα. Μπορεί να ελπίζει, όμως, ότι εντάσσεται στην πορεία μίας πρόσφορης έρευνας. Ο Μαξ Βέμπερ έλεγε ότι η ανάληψη μίας επιστημονικής έρευνας είναι υπόθεση που τίθεται απολύτως κάτω από τη σκέπη του τυχαίου και της σύμπτωσης. Απέναντι στον σκεπτικισμό που γεννιέται από την επικυριαρχία του τυχαίου, οφείλει να τεθεί ως γεγονός ότι η Βυζαντινή φιλοσοφία είναι ένας τομέας που σταδιακά ενδιαφέρει όλο και περισσότερους. Είναι καθήκον των ερευνητών να διανοίξουν οδούς στη γενική έρευνα και να θέσουν ζητήματα επιστημονικού διαλόγου στο αυξανόμενο αυτό κοινό.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]