«Πες μου γιαγιά, ένα παραμύθι. . .» «Ποιο παραμύθι θες, κοκόνα μου;» «Το βαρλίκι της Μαργαρίτας και του Δημητρού!» αναστέναξε βαθιά η Μαργαρίτα και ο αναστεναγμός αυτός που βγήκε απ` τα σώψυχά της έφερε μυρωδιά από μαχλέπι και αλμύρα από τον Βόσπορο, ήχους από σαντούρι και χρώμα κόκκινο παθιασμένο. Το βαρλίκι της Μαργαρίτας και του Δημητρού, το χρέος μιας ολόκληρης γενιάς, σε μια Κωνσταντινούπολη που για την εγγονή ήταν αγαπημένο παραμύθι, μα για τη γιαγιά μια ολόκληρη ζωή και δυο μεγάλες αγάπες που αναγκάστηκε ν` αφήσει πίσω. Τότε που ένας βασιλιάς και ένας πρίγκιπας τη διεκδίκησαν το ίδιο, κι αυτή δεν ήξερε ποιον να αγαπήσει περισσότερο ούτε και θα το μάθαινε ποτέ, και δυο ζωές να ζούσε. Τότε που η Πόλη ήταν για τους άλλους Έλληνες ο επί γης παράδεισος και όλα κυλούσαν μαγικά. Μέχρι να αρχίσει ο μεγάλος διωγμός και όλα τα όνειρα να ταξιδέψουν μακριά, σε άλλους τόπους, σε άλλους ανθρώπους, με εκείνα τα καραβάνια του πόνου και των χιλιάδων αναμνήσεων. . . Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν. . . γιατί σαν παραμύθι ξεκίνησαν όλα!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]