`Το κλάμα`:
Την κοίταξε όπως κοιτά κανείς το χειρότερο εφιάλτη του. Μπροστά της έστεκε μια δεκαεξάχρονη θύελλα. Η κόρη της η Δανάη, με τις μακριές, ατίθασές της μπούκλες, το τρεμάμενο χείλι, τη σκοτεινιά μέσα στο βλέμμα. Μέχρι χτες ήταν ένα παιδί που έκρυβε μέσα της μια έφηβη. Σήμερα ήτανε μια έφηβη που κρατούσε στην έγνοια της ένα παιδί. Το δικό της παιδί!
Δε ρώτησε τα πώς και τα γιατί. Άφωνη έμεινε να κοιτάζει εκείνη την άγνωστη γνωστή, που έστεκε απέναντί της. Η μικρή της Δανάη, που μέχρι χτες της έφτιαχνε τα κοτσιδάκια στα μαλλιά, είχε γνωρίσει τον έρωτα κι είχε ήδη σκιρτήσει μέσα της μια νέα ζωή. Θόλωσε το μυαλό της, χτύπησε γρηγορότερα η καρδιά της. Την άρπαξε σχεδόν με τη βία, την έσυρε στο αυτοκίνητο, οδήγησε για ώρα πολλή. Αμίλητες κι οι δυο, μέσα σε ένα σκηνικό, που συνωμοτούσε με την καταιγίδα της ψυχής τους. Μουντός, μολυβένιος ο ουρανός, απειλούσε να στάξει καημούς ψιχάλες.
Δεν ήθελε να την πάει στο δικό της γυναικολόγο. Της έκλεινε το δρόμο η ντροπή. Καλύτερα κάπου αλλού που δεν τους ήξεραν. Κι έτσι ταξίδεψαν κάπου διακόσια χιλιόμετρα, με τις αντοχές να κτυπάνε κόκκινο και την έκρηξη ανάμεσά τους όλο να ζυγώνει.
Στην αίθουσα αναμονής, μια τυπική ατμόσφαιρα γυναικολογικής κλινικής. Ανάμεσα σε φωτογραφίες με ευτυχισμένες, μέλλουσες μαμάδες, χαμογελαστά μωρά, απόθεσε κι εκείνη το κάδρο με τη νεκρή φύση της καρδιάς της. Μέσα της θέριευε ολοένα η απόφαση. Μέχρι να γυρίσει ο άντρας της από το ταξίδι για δουλειές στην Ιαπωνία, αυτό το απρόσκλητο μωρό θα είχε εξαφανιστεί από τη ζωή τους. Τίποτα δε θα καταλάβαινε ο Στάθης. Ευτυχώς είχε μία ολόκληρη εβδομάδα μπροστά της, για να αποκαταστήσει την τάξη στην οικογένειά της. Κοίταξε τη Δανάη απέναντί της. Χλομή σαν χειμωνιάτικος ήλιος. Λεπτή και εύθραυστη σαν μπιμπελό. Έκλεισε τα μάτια. [. . .]