Ου γαρ έρχεται μόνον, το άτιμο. Άσπρισαν τα μαλλιά, τα μάγουλα σταφίδιασαν, και στο λεωφορείο τώρα οι νέοι σηκώνονται βιαστικά να σου παραχωρήσουν τη θέση τους, μην τυχόν κι απ` την ορθοστασία το χούφταλο σωριαστεί εκεί μπροστά τους. Γέρασες, τετέλεσται. Το λέω και δεν το πιστεύω, δεν το ζω, είναι σαν να το `χω μάθε απέξω, από μια ξένη γλώσσα, άγνωστη. Θυμάμαι, η πεθερά μου, η συχωρεμένη, αφού έθαψε δύο συζύγους, έλεγε, ογδόντα χρονών: `Εγώ αισθάνομαι ακόμα κοριτσάκι`. Κι ήταν αλήθεια. Πέθανε κοριτσάκι. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]