Στην αρχή, ο Κάρολος πηγαίνει στην Τρίτη δημοτικού, η Λίλη στην πρώτη· ο μπαμπάς τους δουλεύει στη σωληνουργία· είναι ο καλύτερος μπαμπάς που μπορεί να έχει κανείς· δεν παραπονιέται ποτέ για τα βάσανά του. Βάσανα έχει· βλέπει όμως πάντα την ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου. Η μαμά τους είναι όμορφη (παρά το στραβό εκείνο δόντι), αλλά πίνει πολύ· ουίσκι, καμιά φορά τζιν· ακόμη, κάνει βόλτες στα μαγαζιά, μιλάει (ψιθυριστά) στο τηλέφωνο και νοσταλγεί την Αφρική, όπου ζούσε κάποτε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, τα σκυλιά τους και τα άλογά τους. Ο μπαμπάς αγαπάει τρελά τη μαμά, η μαμά αγαπάει τρελά τον Ευτύχη - που μόλις αποφυλακίστηκε - και ο Ευτύχης προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του, όπως λένε. Πρόκειται για μια γλυκιά οικογένεια που διαλύεται και ανασυγκροτείται· ζει σ’ ένα διαμέρισμα στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ‘60· η Αθήνα γλεντάει· ξενυχτάει στα αναψυκτήρια και στις βεγγέρες· στο μεταξύ, χτίζονται καινούριες πολυκατοικίες· καινούριες συνοικίες· σ’ ολόκληρη την πόλη αντηχούν κομπρεσέρ και μπουλντόζες. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]