Σ` αυτό το βιβλίο βρίσκουμε επί τω έργω μια `υπόγεια` ύπαρξη, μια ύπαρξη που διατρυπά, σκάβει και συνταράζει τη γη. Τη βλέπουμε, -αν παραδεχτούμε ότι έχουμε μάτια για μια τέτοια δουλειά σε βάθος,- όπως προχωρεί αργά, επιφυλακτικά, με ήρεμη ακαμψία, δίχως να προδίνει πολύ τη δυσφορία που φέρει μαζί της κάθε μακρά στέρηση από αέρα και φως. Θα πίστευε κανείς σχεδόν πως αυτός ο υποχθόνιος είναι ευτυχισμένος με τη σκοτεινή δουλειά του. Δεν φαίνεται αλήθεια, ότι μια πίστη τον οδηγεί, ότι μια παρηγοριά τον ανταμείβει; Ότι θέλει ίσως να έχει δικό του ένα μακρύ σκοτάδι, πράγματα καθαρά δικά του, ασύλληπτα, κρυμμένα, αινιγματικά, επειδή ξέρει τι θα έχει σε αντάλλαγμα: το δικό του πρωί, τη δική του λύτρωση, την Αυγή του;...
Σίγουρα, θα επιστρέψει: μην τον ρωτάτε τι ψάχνει εκεί στα βάθη, θα σας το πει ο ίδιος, αυτός ο Τροφόνιος, αυτός ο τύπος με την καταχθόνια όψη, μόλις θα `έχει ξαναγίνει άνθρωπος`. Ξεμαθαίνουμε τελείως να σωπαίνουμε, όταν τόσο καιρό όπως αυτός, ήμασταν μοναχικοί τυφλοπόντικες...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]