Όταν ο πατέρας της Λίλας σκοτώνεται σε μια εξέγερση στο Ναϊρόμπι, η μητέρα της αποφασίζει να τη στείλει στους άκληρους θείους της στο Παρίσι. Αναγκασμένη να κάνει τη σκληρή μετάβαση απ` το εξοχικό περιβάλλον και τη ζεστή σιγουριά του σπιτιού της στην Κένυα, σ` ένα κλειστοφοβικό και μικροσκοπικό διαμέρισμα στο Παρίσι, η Λίλα μπαίνει στην άχαρη ρουτίνα να βοηθάει τη θεία της στις δουλειές του σπιτιού, ενώ παράλληλα εργάζεται στο μαγαζί του θείου της. Όμως, η υποτιθέμενη προστασία που βρίσκει στους θείους της αποδεικνύεται εξαιρετικά σύντομη, αφού ένα βράδυ βρίσκεται μόνη της στους δρόμους μιας ξένης πόλης, χωρίς διαβατήριο και χρήματα. Καθώς αγωνίζεται να επιβιώσει, πηγαίνοντας από δουλειά σε δουλειά και ζώντας μέσα σε καταστροφικές σχέσεις, η Λίλα ανακαλύπτει ότι έχει μια εξαιρετική ικανότητα, ανακαλύπτει ότι διαθέτει μια εξαιρετική ευαισθησία στις μυρωδιές και τα αρώματα. Αυτή η επιφανειακά αβλαβής και περιστασιακά χρήσιμη ικανότητά της, σταδιακά αρχίζει να χρωματίζει κάθε συναίσθημα και αντίδρασή της, απ` τη σεξουαλική διέγερση μέχρι την απόλαυση της τροφής. Όταν όμως η πρωτόγονη και διαπεραστική οσμή του ίδιου του σώματός της απειλεί να κυριαρχήσει πάνω της, η Λίλα τρομοκρατείται απ` τη συναίσθηση της πιθανότητας να έχει χάσει κάθε έλεγχο πάνω στη ζωή της. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο με τρόπο μοναδικό, αψεγάδιαστο. Σκιαγραφεί την εικόνα μιας πόλης, στην οποία η συμβίωση διαφορετικών φυλών και πολιτισμών ξυπνά αρχέγονες συγκρούσεις, αλλά και απρόσμενες προσεγγίσεις. Μέσα απ` την ανάλυση μιας εμμονής, που περιγράφεται με μοναδικό χιούμορ, η Ραντίκα Τζα αφηγείται την πλοκή φυλών, πολιτισμών, και φύλων, η οποία βρίσκεται στον ορίζοντα του σύγχρονου κόσμου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]