Ας υποθέσουμε ότι εμφανιστήκαμε ξαφνικά πάνω στη γη χωρίς καμιά παράσταση ή γνώση σχετικά με την εικόνα που παρουσιάζει αυτός ο πλανήτης. Η πρώτη παράξενη εικόνα, που αιχμαλώτισε το βλέμμα μας, μας έκανε να μείνουμε ακίνητοι παρατηρητές της για ένα χρονικό διάστημα ακαθόριστο. Παρατηρούσαμε τις διάφορες εναλλαγές μορφής ενός χώρου. Κάθε στιγμή προσθέτονταν και κάποιο καινούργιο στοιχείο.
Σαν από κάποια ξαφνική δόνηση έβγαιναν προς τα πάνω σιλουέτες που εξελίσσονταν με διαφορετικό τρόπο η μια από την άλλη. Μπροστά μας είχαμε μια εικόνα με μεταλλαγή σχημάτων και χρωμάτων που για πρώτη φορά αντικρίζαμε.
Τα μάτια μας δε χόρταιναν να βλέπουν αυτή τη μαγεία και το μυαλό μας σαν άγραφο χαρτί τα αποτύπωνε όλα. Η φαντασία μας ταξίδευε ελεύθερη μέσα στο χώρο και στο χρόνο.
Δεν ξέραμε αν αυτό που βλέπαμε ήταν `κλασικά` ωραίο, γιατί δεν γνωρίζαμε ούτε καν την έννοια του ωραίου. Απλώς νιώθαμε να μας αγγίζει και να μας ταξιδεύει...
Δεν μας φαίνονταν ότι έμοιαζε με κάτι, γιατί δεν είχαμε δει τίποτ` άλλο...
Δεν ξέραμε να το εξηγήσουμε ούτε μπορούσαμε να το συγκρίνουμε, επειδή αυτές οι δύο έννοιες, σύγκριση και επεξήγηση, υπονοούν κάτι παρόμοιο που προϋπήρξε, κάποιον κανόνα, κάποιο πρότυπο... [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]