ΑΙΓΙΝΑ Κ.Υ. 2019
Με πήραν και με πήγαιναν.
Οι δρόμοι άδειοι.
Χρύσιζε κάπου ένας Οκτώβρης.
Πέρασα τις μεγάλες κουμαριές.
Απ` τον καθρέφτη του οδηγού, έβλεπα ουρανό γαλάζιο.
Με πέμπανε, δεν ήξερα για πού.
Η σιωπή με σκέπαζε όπως ο τρούλλος εκκλησία.
Οι ρόδες πάταγαν σκαμμένη γη.
Από μια τρύπα είδα τα χόρτα.
Δεν είχα τίποτα για φυλαχτό,
μόνο τα μάτια μου, δυό πράσινες χλωρές κουφάλες.
ΑΓΑΠΗ
ΙΙ.
Σε περπατώ όπως το σπίτι που γεννήθηκα.
Μόνη, στη σκοτεινή μασχάλη του χειμώνα.
Δος μου τα χείλη σου.
Είσαι η μόνη ελευθερία που μπορώ να πω,
η μόνη ελευθερία που μπορώ να έχω.
Αυτή τη θάλασσα που ιριδίζει μεσ` στα χέρια σου,
την ξέρω, είμ` εγώ.
Άπλωσέ με στα χόρτα του στήθους σου.
Στέκω αμίλητη κι έτοιμη,
σα μεγάλο σταμνί.