...είναι αυτό άραγε το πρόσωπο που κάποτε είδες ενδεδυμένο μιαν αχλή ονείρου; Η μορφή απέναντι, στο φως του παράθυρου, μαστιγώνει τη μνήμη του, ένα ανατρίχιασμα στις ρίζες του εγκεφάλου, κι η φράση καρφωμένη. Κατεβάζει το βλέμμα, το ανεβάζει. Το πρόσωπο πάντα εκεί λουσμένο στο φως ολόφωτο μεταφυσικό, ο εγκέφαλος διαφανής και ανόστεος, διακρίνεις το ηλεκτρογράφημα. Και ξάφνου σκοτάδι. Το σκοτάδι το φοβόταν. Κάθε που ξάπλωνε κι έκλεινε το φως το στομάχι δενόταν γυρνούσε κόμπος γρόνθος στα σωθικά του βαθιά. Έστρεφε τα μάτια προς το παράθυρο. Μηχανική κίνηση ασυνείδητη. Και τότε ερχόταν ο φόβος. Η ίδια πάντοτε μουσική μονότονη η βρύση στάζει ο ήχος ακίνητος των λεπτοδεικτών κούφιος του ψυγείου. Αγωνία. Στάλα στάλα σταλάζει σωρεύεται λίμνη μουδιάζει τα μέλη. Ένιωθε πάντα σαν να επρόκειτο κάτι να γίνει. Ουδέποτε διευκρίνισε τι. [...]