Καμιά φορά
όταν όλα νυστάξουνε
η νύχτα
αθόρυβα κατρακυλά απ` τις κοιλάδες τ` ουρανού
και χνούδια σηκώνονται απ` τα μάγουλα
των απαγορευμένων δρόμων...
Ποδοβολητά τότε σφαγμένων άλογων ακούγονται
να `ρχονται από μακριά
κατά δω κατά νύχτα στην πόλη
Σκοτωμένοι για μας
μαύρο περιβραχιόνιο φορούν
(ποιός είπε οι πεθαμένοι δεν πενθούν;)
άγγελοι τρομαχτικοί σαλεύουν τα φτερά
κι όσοι δεν τρόμαζαν τρομάζουν
Ήσυχα τότε
ο ύπνος έρχεται
πρόβα θανάτου τελική
τους ημιτελείς αδερφούς του στη γη
αγκαλιά του να πάρει...
Α τότε
πόσο εύκολα παίρνουνε τα βλέφαρά μου
στις άκρες τους φωτιά
τότε πού οι πλατείες ρίχνουνε βαθιά σκιά
και οι πεταλούδες
σύμβολο των τρελών
στη σιωπή των ποιητών
μεταλλάζουν...
Τότε είναι
πού η ψυχή μου ερωτικά πελιδνή
γδύνεται πίσω της το σώμα της - σπίτι
και πίσω σπ` τις αμπαρωμένες πόρτες
συλλογικού τρόμου λοστών χιαστί
πάει...
Έξω
αλαλαγμοί βρικολάκων
εμποροπανηγύρεις και εκχυδαϊσμοί
πόρνες με κόκκινα ρούχα και πράσινα τόξα
εκφυλισμένοι επίλεκτοι σε ιερή συμμαχία
ασελγούν παρά φύσιν απάνω τους
ανοίγει η πόλη ανοίγει τα πόδια της
χωρίς τέλος τα πόδια
Στη χώρα αυτή
Των τεθνεόντων ζωντανών
Στη χώρα των απόντων
Στη χώρα αυτή της λογικής
Στη Χώρα Χωρίς Φώτα.