Μέχρι να επικυρωθεί μια συνθήκη, παρεμβάλλεται ένα χρονικό διάστημα, το οποίο χρονικά ποικίλλει και κατά το οποίο η προοπτική της έναρξης ισχύος της, ενόψει της νομοθετικής κύρωσης της, παραμένει μετέωρη. Σε αυτό το διάστημα, προκειμένου να προστατευθεί η συνθήκη ως σύνολο και παράλληλα να προστατεύονται οι θεμιτές προσδοκίες των συμβαλλομένων κρατών, τα υπογράφοντα κράτη, όπως προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο, τελούν υπό την υποχρέωση της καλής πίστης. Η υποχρέωση αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 18 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969. Με το άρθρο 18 ΣΒ`69 κατοχυρώνεται η ασφάλεια δικαίου για να διασφαλίζονται οι νομικές συνέπειες των διαφόρων σταδίων της σύναψης των συνθηκών. Τα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρήσουν μια συμπεριφορά που δεν θα αποστερούσε τη συνθήκη από το αντικείμενο και τον σκοπό της.
Η επίσημη μορφή των διεθνών συμφωνιών δεν είναι η μοναδική απαίτηση δημιουργίας έννομων σχέσεων ή νομικών υποχρεώσεων. Το διεθνές δίκαιο δεν περιορίζει τις δεσμεύσεις μόνο στις περιπτώσεις των συμφωνιών που συνάπτονται επίσημα από τα κράτη. Τα κράτη, στις μεταξύ τους σχέσεις, χρησιμοποιούν ανεπίσημες μορφές ανταλλαγής απόψεων, αντιλήψεων ή προσδοκιών, από τους όρους των οποίων προκύπτει δέσμευση. Οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν μόνο πρωτόκολλο μνήμης σε μια σειρά διαβουλεύσεων μεταξύ των κρατών ή μια άτυπη συμφωνία ή απλώς πολιτικές δηλώσεις. Δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις και δεσμεύουν ως συμφωνίες, εφόσον από τους όρους τους προκύπτει πρόθεση δέσμευσης.