[...] Έχοντας, λοιπόν, πειστεί ότι η απουσία ικανού εμπειρικού υλικού καθιστά προς το παρόν αδύνατη τη σύνθεση μιας πλήρους και συνεπούς θεωρίας της συνείδησης, η μελέτη αυτή εστιάστηκε σε έναν πιο ταπεινό στόχο, όχι όμως και εύκολο: να εντοπίσουμε στη σημερινή γνώση κάποιες γενικές φυσικές και γνωσιοθεωρητικές αρχές και, μεθόδους που είναι αναγκαίες -αν όχι και επαρκείς- στην πορεία μας προς μια θεωρία της συνείδησης.
Ο σκοπός, έτσι, της παρούσας Εισαγωγής δεν είναι μόνον ο συνήθης ρόλος του συνοπτικού οδηγού στα κεφάλαια του βιβλίου, αλλά και η υποβολή στον αναγνώστη των αφετηριών που οδήγησαν σ` αυτές τις αρχές και μεθόδους.
Με προβληματίζει, λοιπόν, πάντα -όπως και πριν μερικά χρόνια όταν έγραφα την εισαγωγή ενός άλλου βιβλίου μου- η μορφωτική διχοτομία που έχει επιβληθεί στο σύγχρονο άνθρωπο: από τη μια όχθη, όσοι έχουν `ανθρωπιστική` παιδεία και από την άλλη, οι `τεχνικοί`. Τα ταξίδια ανάμεσα στις δύο όχθες δεν είναι ούτε αρκετά συχνά ούτε πολύ πετυχημένα.
Το `χάσμα ανάμεσα στις δύο κουλτούρες` ανοίγεται από τις διαφορές στη γλώσσα τους: δεν είναι μόνον ότι οι άνθρωποι της μιας όχθης χρησιμοποιούν ως έγκυρη γλώσσα σχεδόν μόνον τη μαθηματική, αλλά και ότι οι κοινές τους λέξεις διαφοροποιούνται νοηματικά. (Σημαίνουν, άραγε, το ίδιο οι λέξεις, π.χ. `χώρος` και `δύναμη`, στα χείλη του ποιητή και του φυσικού;)
Ποίηση και Λογική θεωρούνται απόμακρες η μια από την άλλη ή, έστω, αναγνωρίζονται ως `συμπληρωματικές`: ο ποιητής και ο μαθηματικός συνθέτουν ο καθένας τον κόσμο του, ενώ ο μέσος άνθρωπος ταλαντεύεται ανάμεσά τους.
Αυτή η διχοτομία μας απασχολεί στο Πρώτο Κεφάλαιο και, βέβαια, θέτει το πρόβλημα της σχέσης γλώσσας και σκέψης. Είναι, άραγε, οι λέξεις το βασικό υλικό της σκέψης μας (όπως ισχυρίζεται η κραταιά αναλυτική φιλοσοφία); Θα υποστηρίξουμε, χωρίς να απαλείψουμε τη σπουδαιότητα της γλώσσας, ότι πιο θεμελιακή είναι η χρήση από τον εγκέφαλό μας των εικόνων, γενικότερα, των συμβόλων. Συγκεκριμένα, θα δείξουμε ότι η υπερτίμηση της λέξης προέρχεται από την υποτίμηση της πράξης.
Θα μπορέσουμε, έτσι, να συγκρίνουμε καλύτερα την `ποιητική` με την `επιστημονική` πραγματικότητα και να υπερβούμε τη διχοτομία ποίησης-λογικής, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα μιας `ποιητικής επιστήμης`. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]