Βασικός σκοπός του σχολείου είναι να κάνει όλους τους μαθητές ικανούς να διαβάζουν με άνεση και να κατανοούν το φανερό και υπονοούμενο περιεχόμενο των γραπτών μηνυμάτων. Να τους κάνει ικανούς να χρησιμοποιούν το γραπτό λόγο για να ενημερώνονται, να ψυχαγωγούνται, να σκέφτονται και να συλλογιούνται ορθά, να επιχειρηματολογούν και να υποστηρίζουν τις γνώμες τους και γενικά να τον χρησιμοποιούν συνειδητά και αποτελεσματικά. Να περνούν, για παράδειγμα, με την ίδια ευκολία και ευχαρίστηση από τη διήγηση στο διάλογο, από τη μαθηματική εκφώνηση στην ιστορική περίληψη, από την ανάγνωση ενός διοικητικού εγγράφου ή εντύπου υποδείγματος στο άρθρο της εφημερίδας. Με δυο λόγια, το σχολείο οφείλει να μορφώνει αναγνώστες `πολυδύναμους`, ικανούς να υιοθετούν ποικίλες τακτικές ανάγνωσης, πρόσφορες στην ποικιλία των περιστάσεων ανάγνωσης, τις οποίες καθημερινά το άτομο συναντά στην κοινωνική και επαγγελματική του ζωή.
Η ποικιλία των περιστάσεων ανάγνωσης, η πολυπλοκότητα της αναγνωστικής διαδικασίας και πράξης, καθώς και η μεγάλη σημασία της, ως μέσου προσέγγισης και οικειοποίησης των πολιτιστικών αγαθών και διαρκούς μόρφωσης του ατόμου, επιβάλλουν η Παιδαγωγική της Ανάγνωσης να εστιάζεται στο μαθητή, στις ικανότητές του, και να αξιολογείται περιοδικά, για να βοηθείται στο να μάθει να διαβάζει, να κατανοεί και να μαθαίνει.
Γιατί είναι σημαντικό σε κάθε μάθηση, αλλά ιδιαίτερα κατά τη διαδικασία μάθησης της Ανάγνωσης, ο εκπαιδευτικός να γνωρίζει τα ενδιαφέροντα, τα αδύνατα αλλά και τα δυνατά σημεία, τις συνήθειες, τις οικογενειακές και γενικά τις εξωσχολικές δραστηριότητες κάθε μαθητή. Να μην υποτιμά τη σπουδαιότητα της κοινωνικής επίδρασης στο παιδί που μαθαίνει να διαβάζει και να κατανοεί. Επιδίωξη και στόχος του θα είναι περισσότερο να βοηθεί τους μαθητές στο να αυξάνουν και να τελειοποιούν τις αναγνωστικές τους δεξιότητες παρά να τους ταξινομεί ή συγκρίνει. Τότε οι δραστηριότητες αξιολόγησης και οι δραστηριότητες αναγνωστικής τελειοποίησης των μαθητών συνδέονται πολύ στενά.
Η πολλαπλότητα της αναγνωστικής δεξιότητας και η ποικιλία των περιστάσεων γνώσης επιβάλλουν ακόμη ο εκπαιδευτικός να μην αρκείται σ` ένα μόνο όργανο αξιολόγησης. Αντίθετα, είναι αναγκαίο για να γνωρίσει καλά τον `εν δυνάμει` αναγνώστη να κάνει χρήση πολλών τύπων αξιολόγησης και να συνδέονται με ειδικούς στόχους (ταχύτητα ανάγνωσης, ικανότητα αναζήτησης και επιλογής πληροφοριών, ακρίβεια της ανάγνωσης, κατανόηση, απομνημόνευση, ικανότητα ερμηνείας, επέκτασης ή γενίκευσης, ικανότητα επαναδιατύπωσης του κειμένου, ικανότητα εικασίας των ακολουθιών κτλ.).
Η αξιολόγηση γίνεται, έτσι, ο ρυθμιστής της παιδαγωγικής δράσης του εκπαιδευτικού και διευκολύνει τη συγκρότηση υποομάδων στο εσωτερικό της ομάδας-τάξης και την εφαρμογή διαφοροποιημένων στρατηγικών και τακτικών επίτευξης των ειδικών στόχων ανάγνωσης. Στην προοπτική αυτή η αξιολόγηση των αναγνωστικών δεξιοτήτων πρέπει να είναι συγχρόνως ατομική και ομαδική. Να είναι, επίσης, έγκυρη, δηλαδή να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ αυτού που σκοπεύουμε να αξιολογήσουμε και εκείνου που πραγματικά αξιολογούμε, και αξιόπιστη, δηλαδή η μέτρηση ή η εκτίμηση να μην παραλλάζει από τον έναν αξιολογητή στον άλλο. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]