Η ώρα είναι περίπου η ογδόη νυχτερινή ,της (ατελείωτης) Τρίτης 27ης Νοεμβρίου. Εμπρός λοιπόν και ο καιρός βιάζει. Τα δύο έγκριτα μέλη της Κοινότητάς μας, ο Καθηγητής της Αστροφυσικής (της παλαιάς Ελλάδος γόνος) Β. Ξ. και ο Καθηγητής της Φυσικής Σ. Π. (κι αυτός επίσης παιδί της παλαιάς Ελλάδος), αφήνοντας ολωσδιόλου αναπάντεχα (και τόσο βιαστικά!) πίνακες, διδασκαλίες και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έχουν ήδη αναχωρήσει προς άγνωστη κατεύθυνση. Μάλλον όμως προς τον Βορρά ετράβηξαν αυτοί, ίσως διότι ο τόπος καταγωγής τους είναι ο Βορράς, ενώ εμείς είμαστε γεννημένοι νοτίως της πόλεως του Ηρακλείου. Άρα αν είναι να πάμε κάπου, εκεί στα νότια και στα ορεινά πρέπει να στραφούμε. Νότια και ορεινά - άλλος δρόμος δεν υπάρχει για μας. Κι ενώ οι υπάλληλοι μιας ανυπόληπτης Διοικήσεως και μιας Τάξεως παράνομης περιτρέχουν τους δρόμους της πόλεως (καλύτερα τη χώρα μου η ανομία αιώνια να δέρνει παρά ο σάπιος νόμος να την κυβερνά), εμείς, κοίτα, είμαστε κιόλας τρία ή τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την αίθουσα των Τερματικών. Και συ, κριτή και δικαστή μας φρόνιμε, τωρινέ και αυριανέ, έλα και στάσου απέναντί μας και τον λίθο σου, αναμάρτητε, εδώ ανάμεσα στα σμιχτά μας φρύδια ρίξε σημαδεύοντας, και μια και δυο και τρεις φορές χτύπα, αν μπορείς (Μενέ Μενέ Θεκέλ Ουφαρσίν!).
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]