Ο Βρόνσκη άκουγε με ευχαρίστηση κείνο το εύθυμο τερέτισμα της χαριτωμένης γυναίκας, το ενθάρρυνε, της έδινε μισοαστείες, μισοσοβαρές συμβουλές και γενικά πήρε αμέσως το ύφος, που έπαιρνε συνήθως με τέτοιου είδους γυναίκες. Στον κόσμο του, της Πετρούπολης, όλοι οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δυο εντελώς αντίθετες κατηγορίες. Η μια περιλάμβανε ανθρώπους κατώτερης ποιότητας, ανόητους, σαχλούς και, το κυριότερο, γελοίους, που πιστεύουν πως ο άντρας πρέπει να ζει μόνο με μια γυναίκα, με καινή που στεφανώθηκε, πως το κορίτσι πρέπει να μείνει αγνό, η παντρεμένη γυναίκα σώφρων, ο άντρας γενναίος, εγκρατής και σταθερός, πως πρέπει να ν` αναθρέψει κανείς παιδιά, να κερδίζει τίμια το ψωμί του, να πληρώνει τα χρέη του και πολλές άλλες ανοησίες. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι του παλιού καιρού, σαχλοί και γελοίοι. Η άλλη κατηγορία περιλάμβανε άλλου είδους ανθρώπων, τους σημερινούς, και σ` αυτή άνηκε κι ο Βρόνσκη μ` όλο του τον κύκλο, που πίστευαν πως το κυριότερο είναι να είναι κανείς κομψός, γενναιόψυχος, τολμηρός, εύθυμος, να παραδίνεται στα διάφορα πάθη χωρίς να κοκκινίζει, και να κοροϊδεύει τα πάντα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]