Εγώ σου γράφω, αλλά είσαι συ ο Μάιος, εσύ που λάμπεις, εσύ που κατεβαίνεις απ` τον ουρανό με επουράνια σκάλα. Γυρέψαμε να σου δώσουμε το ανεπίδοτο, μήπως ξεκλειδώσεις το όστρακο της ψυχής σου, μήπως απλώσεις τις φοβισμένες κεραίες σου, μήπως τολμήσεις επιτέλους σημαίες ελευθερίας.
Τι άλλο να πούμε που να μην είναι ψεύτικο, βαρετό και κοινότοπο; Έπιασε ψύχρα πάλι και από παλιά σπασμένα ποιήματα μαζεύουμε λέξεις-κλαδιά ν` ανάψουμε φωτιά να ζεσταθούμε. Απ` το πιθάρι της πίκρας είναι τα περισσότερα λόγια, σταφίδες και σύκα, της αγάπης ανεπίδοτα όλα. Τα όσα αγαπήσαμε, τα όσα ματαίως αναζητήσαμε, τα φέρνει η μνήμη μπροστά μας με φλόγες μουσικής, τρίξιμο ξύλων που καίγονται. Χορτάσαμε βλέπεις δώρα διαρκών διαψεύσεων.
Έννοια σου, με το χυμό του χριστάγκαθου σχεδιάζω κάτι στ` ανοιχτά της παλάμης σου κόκκινο για να με θυμάσαι, για να μην έχει δύναμη πάνω σου κανένα μάτι κακό. Κράτα τη θάλασσα έτοιμη, λύσε τους κάβους, άνοιξε τα πανιά και προχώρα. Κοίταξε στα μάτια όσους αγαπάς και λάβε πνοή δύναμης. Δες τα όλα που φτερουγίζουν και όσα φεύγουν με φτερά αγγέλων. Βρες τις μυστικές πηγές της ψυχής σου.