Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μια ψηλή οστεώδης ανδρική φιγούρα, με μαύρη καπαρντίνα κι ένα φθαρμένο δερμάτινο βαλιτσάκι στο χέρι, περιφέρεται στις λεωφόρους του Πειραιά ακολουθούμενη από ένα πλήθος που αλαλάζει: «Κωστάκη Πρου, καμία δε σε θέλει» και που επίμονα ρωτά: «Πού πήγανε οι λίρες του Κόμματος, Κωστάκη;». Αυτός υπομένει στωικά τις λοιδορίες και το διασυρμό του, ενώ φιλοσοφεί «διδάσκοντας» σε ένα εφτάχρονο φίλο του την τέχνη του λόγου, προτρέποντάς τον να γίνει συγγραφέας. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]