Παράδεισος Αμαρουσίου. Σ` ένα κτήμα άνθρωποι περαστικοί αναπνέουν, ερωτεύονται, έζησαν, φεύγουν. Σώματα επίγεια. Σήμερα ο έξω κόσμος άλλαξε. Το κτήμα δεν υπάρχει πια. Επιζώντες: ένα πεύκο, μια συκιά, ένα κυπαρίσσι. Και η βελανιδιά στη μέση της ασφάλτου. Απ` το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα άλλοι άνθρωποι, η νέα φυλή, κυκλοφορούν ανυποψίαστοι στο δρόμο. Παρκάρουν, ξεπαρκάρουν, στρίβοντας γδέρνουν τη βελανιδιά, μπαινοβγαίνουν σε φιμέ γραφεία, βγάζουν το ψωμί τους με θεληματικό περπάτημα κι ενδυμασία αυστηρή. Δεν ξέρουν ποιοι τους έφεραν, δεν ξέρουν τι διαμείφθηκε πριν από τον εκρηκτικό τους ερχομό. Ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, ένα χάσμα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]