Σε λίγο έρχεται ο λοχαγός μου, Τάκης Παπαγεωργίου από τους Δομιανούς, που με αγαπούσε πολύ και με ρωτάει: «τι έκανες, ρε Καρτέρη;» Του είπα την ιστορία, δε μου είπε τίποτε, μόνο μαύρισε από στεναχώρια γιατί ήξερε ότι ο Φλωράκης δεν αστειεύεται. Έπειτα από αρκετή ώρα ξαναπαρουσιάζεται ο καπετάν Γιώτης, ο ταγματάρχης Πυθαγόρας και ο λοχαγός μας. Μας κοίταζε με ένα άγριο και περιφρονητικό βλέμμα κι έφυγε. Τον πήγαν πιο πέρα οι δικοί μας καπεταναίοι και γυρίσανε. Σταματάνε μπροστά μας και μας λέει ο Πυθαγόρας: «ακούσατε την εντολή του αρχηγού. Ήταν να σας εκτελέσουμε ενώπιον του τάγματος για παράδειγμα». Εμείς που να βγάλομε φωνή. Είχαμε παγώσει από το φόβο. Και συνεχίζει ο ταγματάρχης: «τον παρακαλέσαμε να σας το χαρίσει, διότι ήλθατε κουρασμένοι και νηστικοί από τη Ρούμελη. Και σας χάρισε την ποινή. Τώρα να γίνετε καλοί αγωνιστές.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]