«. . . Προχθές το βράδυ μόνο, ήρθε ένας τύπος, σταμάτησε με τ` αμάξι του δίπλα μου. «Τι έγινε φιλαράκι;», μου λέει, «Θέλεις κάτι, έχεις ανάγκη να πάρουμε κανένα τηλέφωνο για βοήθεια, σε κάποιον δικό σου; Μπορώ αν θες, να πάρω από το κινητό μου. Θες να σε πάω κάπου;» «Όχι, μεγάλε. . .», του λέω, «. . . ευχαριστώ» «Όχι, γιατί σε είδα που στέκεσαι στη μέση του δρόμου. . .», μου λέει, «και σκέφτηκα να μην πάθεις τίποτα». «Έχεις χρόνο;», τον ρωτάω, «Πού πας;» «Έχω», μου λέει, «Σε κανένα μπαράκι πάω, για καμιά μπύρα». «Να σου κεράσω εγώ την πρώτη», του λέω. «Να χαρώ το φιλαράκι μου», μου λέει. «Πέρνα μέσα και άσε τις μαλακίες, άντε να μη γαμήσω». Μετά την πρώτη ήπιαμε κι άλλες, του κέρασα κι εγώ, μου κέρασε κι εκείνος, γίναμε φιλαράκια καλά, με ξεσήκωσε να γράψω, λέει ένα βιβλίο κι αν θέλω, θα με βοηθήσει. Εγώ θα του λέω κι εκείνος θα γράφει. Σήμερα το βράδυ είπαμε μήπως και ξαναβρεθούμε. Για να δούμε!» Ο συγγραφέας στα κόμικς του ζωγραφίζει τις εικόνες ο ίδιος. Από τις ιστορίες του βιβλίου αυτού οι εικόνες απουσιάζουν. Ας φτιάξει ο κάθε αναγνώστης τις δικές του. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]