Ίσως φταίει το όνομά του: Αμεντέο Μοντιλιάνι. Ακούγεται σαν ελεγειακή μελωδία, σαν το καλοδιαλεγμένο όνομα μιας τραγικής ποιητικής μορφής σ` ένα μυθιστόρημα. Ίσως πάλι και να συνδέεται με το γεγονός ότι ο Μοντιλιάνι, που ανέκαθεν πυροδοτούσε τη φαντασία, δεν ήταν φυσιογνωμία που μπορούσε να περιγραφεί νηφάλια και αντικειμενικά. Πάντως, αυτό το όνομα με τον αισθησιακό ήχο δεν είναι καν ψευδώνυμο. Αμεντέο Μοντιλιάνι ήταν το όνομα του καλλιτέχνη που γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1884 στο Λιβόρνο της Ιταλίας από γονείς εβραίους αστούς. Τα πορτρέτα και τα γυμνά του επρόκειτο να περιληφθούν στις δημοφιλέστερες εικόνες του 20ού αιώνα. Κανενός άλλου μοντέρνου ζωγράφου το όνομα δεν έχει συνδεθεί με τόσους θρύλους, μύθους και στερεότυπα όσο εκείνο του Μοντιλιάνι. Έχουν γραφεί μυθιστορήματα και θεατρικό έργο γι` αυτόν, η μποέμικη ζωή του εξιδανικεύτηκε σε ταινίες, η τεχνοκριτική βρίθει δοξαστικών ανεκδότων. Από την άλλη, διαθέτουμε ελάχιστα αυθεντικά στοιχεία για τη ζωή του, έτσι που πραγματικά δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε τον πραγματικό Μοντιλιάνι από το θρύλο του. Με το όνομά του συνδέονται στενά κάθε είδους απόψεις για την μποέμικη ζωή στο Παρίσι, για τη μοιραία ένδεια των ζωγράφων και για τα μεγάλα πάθη τους. Ο Μοντιλιάνι είναι το αρχέτυπο του καλλιτέχνη που φιλοτεχνεί τα έργα του στα παγερά στούντιο της Μονμάρτρης και του Μονπαρνάς, μεθυσμένος από αλκοόλ, χασίς, έρωτα και ποίηση, που την περίοδο του Α` Παγκοσμίου Πολέμου ζει στην καλλιτεχνική καρδιά του Παρισιού και ταυτόχρονα βρίσκεται απομονωμένος στο περιθώριο, που, αν και ζει στην πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, περιστοιχισμένος από τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Ματίς και τον Μπρανκούζι, δεν διστάζει να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι. Το αρχέτυπο του μη αναγνωρισμένου και πάμφτωχου καλλιτέχνη, που, για να πληρώσει τους λογαριασμούς του στα θρυλικά μπαρ του Μονπαρνάς, ζωγραφίζει επιτόπου τους θαμώνες και που πεθαίνει μόλις στα 35 του, από φυματίωση, αδέκαρος και αποστεωμένος. Ολοκληρώνοντας την τραγωδία της ζωής του, μια μέρα μετά το θάνατό του, η αγαπημένη του, η Jeanne Hebuterne, πηδάει από τον πέμπτο όροφο του διαμερίσματος των γονιών της, αφήνοντας ορφανή τη μικρή κόρη τους. [...]