Ένα ζευγάρι ζει μέσα σε μια φθίνουσα καθημερινότητα που δεν έχει τίποτα να τους δώσει. Τίποτα έξω από μιαν αλλαγή. Αλλά καμιά αλλαγή δεν γίνεται. Έχουν κόψει τους δεσμούς τους με τον κόσμο. Ζούνε απομονωμένοι, κλεισμένοι στο σπίτι τους επί δεκαπέντε χρόνια. Αρνιούνται να δεχτούν ακόμα κι ένα γράμμα που θα σημαίνει μια επανασύνδεσή τους με τον έξω κόσμο. «Εξ αιτίας του πτώματος» δηλώνει η Μαντλέν. Του πτώματος που βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο και μεγαλώνει συνέχεια. Αλλά τι σημαίνει αυτό το πτώμα γι’ αυτό το ζευγάρι; Τι διαστάσεις παίρνει μέσα τους; Είναι η νεκρή αγάπη τους; Η αγάπη που μπορούσαν να ’χουν αισθανθεί και δεν αισθάνθηκαν; Είναι κάποιο σφάλμα που τους βασανίζει; Ή μήπως όλα τα αποτυχημένα όνειρά τους; Και πώς να το ξεφορτωθούν; Πώς να διώξει ο Αμεδαίος αυτό το μακρινό εγώ του που τον τυραννάει; Υπάρχει όμως η λύση. Σαν από μηχανής θεός, το ίδιο αυτό πτώμα, θα τον πάρει στον ουρανό μαζί του. Είναι η μόνη λύση για να απομακρυνθεί απ’ όλα αυτά που του θυμίζουν ένα χαλασμένο παρελθόν. Μια ζωή κατεστραμένη, γεμάτη αποσύνθεση (τρύπες, υγρασία, μανιτάρια). Ακόμα και τα μανιτάρια που ανθίζουν, δείγμα κάποιας αλλαγής, δεν τον κάνουν να γυρίσει πίσω. Το πέταγμά του είναι η δική του φυγή, η δική του λύτρωση.