Περάσαμε το ποτάμι από ένα μέρος που ήταν ρηχά και βρήκαμε κάτι καταπληκτικά κλήματα: ο κορμός τους, από τη ρίζα ως τη μέση, ήταν χοντρός και γερός, αλλά από τη μέση κι απάνω ήταν γυναίκες, τέλειες σ` όλα τους, που το κορμί τους άρχιζε από τα λαγόνια. Από τα δάχτυλά τους ξεφύτρωναν κλαδιά γεμάτα σταφύλια. Τα μαλλιά τους ήταν κι αυτά γεμάτα σταφύλια, κληματσίδες και φύλλα. Μόλις πλησιάσαμε, μας χαιρετούσαν και μας καλωσόριζαν, άλλες μιλώντας λυδικά, άλλες ινδικά, μα οι πιο πολλές ελληνικά. Μας έδιναν μεθυστικά φιλιά στο στόμα κι όποιον φιλούσαν, έπεφτε τύφλα στο μεθύσι. Μόνο που δεν μας άφηναν να κόψουμε σταφύλια, γιατί έτσι και κάναμε πως κόβουμε, πονούσαν και τσίριζαν. Επίσης ήθελαν να σμίξουν μαζί μας· δυο σύντροφοί μας όμως που τις άγγιξαν, δεν μπορούσαν πια να ξεκουνήσουν, γιατί κόλλησαν στο πράμα τους, φυτρώσανε και ρίζωσαν μαζί τους. Τα δάχτυλά τους έγιναν κλαδιά με κληματσίδες και δε θ` αργούσαν να βγάλουν και καρπούς.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]